- ἠκριβωμένος
- ἠκρῑβωμένος , ἀκριβόωmake exactperf part mp masc nom sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηκριβωμένως — ἠκριβωμένως (AM) με ακρίβεια, ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηκριβωμένος τού ρ. ακριβούμαι] … Dictionary of Greek